- Σάυλοκ
- και Σάυλωκ και Σάιλοκ, ο, Ν1. κύριο πρόσωπο τής κωμωδίας τού Σαίξπηρ Ο έμπορος τής Βενετίας2. (ως προσηγορ.) σάυλοκφιλάργυρος, τοκογλύφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Shylock, όνομα τού κύριου ήρωα τού έργου Ο έμπορος τής Βενετίας τού Σαίξπηρ].
Dictionary of Greek. 2013.