Σάυλοκ

Σάυλοκ
και Σάυλωκ και Σάιλοκ, ο, Ν
1. κύριο πρόσωπο τής κωμωδίας τού Σαίξπηρ Ο έμπορος τής Βενετίας
2. (ως προσηγορ.) σάυλοκ
φιλάργυρος, τοκογλύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Shylock, όνομα τού κύριου ήρωα τού έργου Ο έμπορος τής Βενετίας τού Σαίξπηρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”